σκυλακοκτόνος

σκυλακοκτόνος
-ον, Α
αυτός που σκοτώνει τα μικρά σκυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ταυρο-κτόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυλακοκτόνῳ — σκυλακοκτόνος dog killing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • σκυλακοκτόνωι — σκυλακοκτόνῳ , σκυλακοκτόνος dog killing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”